πλησιόχωρος

πλησιόχωρος
ος , ον расположенный поблизости, соседний, близлежащий, ближайший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πλησιόχωρος" в других словарях:

  • πλησιόχωρος — adjacent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιόχωρος — η, ο / πλησιόχωρος και πλησιόχορος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά σε μια χώρα, γειτονικός, όμορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + χώρα (πρβλ. περί χωρος, στενό χωρος)] …   Dictionary of Greek

  • πλησιόχωρος — η, ο αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί σε κοντινό χώρο, γείτονας, συνορίτης: Για τους πλησιόχωρους οικισμούς επιβάλλεται η ίδρυση μιας οργανωμένης σχολικής μονάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησιόχωρον — πλησιόχωρος adjacent masc/fem acc sg πλησιόχωρος adjacent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώροις — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώροισι — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώρου — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώρους — πλησιόχωρος adjacent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώρων — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώρῳ — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιόχωρα — πλησιόχωρος adjacent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»